τετραποδηδόν

τετραποδηδόν
τετρᾰποδ-ηδόν, Adv.
A on all fours,

ἑστάναι Ar.Pax896

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετραποδηδόν — on all fours indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδηδόν — Α επίρρ. σαν τετράποδο, με τα τέσσερα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. (η)δόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”